πράττοντες

πράττοντες
πρά̱ττοντες , πράσσω
pass through
pres part act masc nom/voc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …   Dictionary of Greek

  • κατηφών — κατηφών, όνος, ὁ (Α) 1. ο πρόξενος λύπης ή ντροπής, αυτός που προξενεί στενοχώρια («σπεύσατέ μοι, κακὰ τέκνα κατηφόνες», Ομ. Ιλ.) 2. στον πληθ. οἱ κατηφόντες α) (κατὰ τον Ησύχ.) «καταίσχυντοι, κατηφείας ἄξια πράττοντες» β) (κατά το λεξ. Σούδα)… …   Dictionary of Greek

  • πολιτεύω — ΝΜΑ [πολίτης] μέσ. πολιτεύομαι α) μετέχω ενεργά στην πολιτική ζωή ενός τόπου βάζοντας υποψηφιότητα για αιρετή αρχή, ιδίως, σήμερα, για το βουλευτικό αξίωμα («οὐδε γὰρ ὁ νόμος τοὺς ἰδιωτεύοντας, ἀλλὰ τοὺς πολιτευομένους ἐξετάζει», Αισχίν.) β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”